λάττας

λάττας
λάσσᾱς , λάζω
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
λάσσας , λάζω
aor ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ομάρ πασάς — (Πλάσκι, Κροατία 1806 – Κωνσταντινούπολη 1871). Τούρκος στρατηγός, το αληθινό όνομα του οποίου ήταν Μιχάιλο Λάττας. Κροάτης, προσχώρησε στον μωαμεθανισμό και το 1834 έγινε παιδαγωγός του διαδόχου του σουλτανικού θρόνου Αβδούλ Μεζίτ. Το 1839, όταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”